Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Διπολιώδης
δίπολος
δίπορος
διπόταμος
δίπους
διπρόσωπος
δίπρῳρος
δίπτερος
διπτέρυγος
δίπτυξ
δίπτυον
διπτυχίζω
δίπτυχος
δίπτωτος
δίπυλος
διπυργία
διπύρηνος
διπυρίτης
δίπυρος
δίπωλος
Διρκαῖος
View word page
δίπτυον
measure
ShortDef
measure
Debugging
Headword:
δίπτυον
Headword (normalized):
δίπτυον
Headword (normalized/stripped):
διπτυον
IDX:
23338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23339
Key:
Data
{'content': 'measure'}