Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διποδιάζω
διποληΐς
Διπολίεια
δίπολις
διπολίτης
Διπολιώδης
δίπολος
δίπορος
διπόταμος
δίπους
διπρόσωπος
δίπρῳρος
δίπτερος
διπτέρυγος
δίπτυξ
δίπτυον
διπτυχίζω
δίπτυχος
δίπτωτος
δίπυλος
διπυργία
View word page
διπρόσωπος
two-faced
ShortDef
two-faced
Debugging
Headword:
διπρόσωπος
Headword (normalized):
διπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
διπροσωπος
IDX:
23333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23334
Key:
Data
{'content': 'two-faced'}