Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίπνοος
διπόδης
διποδία
διποδιάζω
διποληΐς
Διπολίεια
δίπολις
διπολίτης
Διπολιώδης
δίπολος
δίπορος
διπόταμος
δίπους
διπρόσωπος
δίπρῳρος
δίπτερος
διπτέρυγος
δίπτυξ
δίπτυον
διπτυχίζω
δίπτυχος
View word page
δίπορος
with two roads
ShortDef
with two roads
Debugging
Headword:
δίπορος
Headword (normalized):
δίπορος
Headword (normalized/stripped):
διπορος
IDX:
23330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23331
Key:
Data
{'content': 'with two roads'}