Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίπλωσις
δίπνοος
διπόδης
διποδία
διποδιάζω
διποληΐς
Διπολίεια
δίπολις
διπολίτης
Διπολιώδης
δίπολος
δίπορος
διπόταμος
δίπους
διπρόσωπος
δίπρῳρος
δίπτερος
διπτέρυγος
δίπτυξ
δίπτυον
διπτυχίζω
View word page
δίπολος
twice-ploughed

ShortDef

twice-ploughed

Debugging

Headword:
δίπολος
Headword (normalized):
δίπολος
Headword (normalized/stripped):
διπολος
IDX:
23329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23330
Key:

Data

{'content': 'twice-ploughed'}