Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διπλοϊσότης
διπλοκάριος
διπλοκεράμιον
διπλόος
διπλόρους
διπλοσήμαντος
διπλόω
διπλῳδέομαι
δίπλωμα
δίπλωσις
δίπνοος
διπόδης
διποδία
διποδιάζω
διποληΐς
Διπολίεια
δίπολις
διπολίτης
Διπολιώδης
δίπολος
δίπορος
View word page
δίπνοος
with two breathing apertures

ShortDef

with two breathing apertures

Debugging

Headword:
δίπνοος
Headword (normalized):
δίπνοος
Headword (normalized/stripped):
διπνοος
IDX:
23320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23321
Key:

Data

{'content': 'with two breathing apertures'}