Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διπλοΐς
διπλοϊσότης
διπλοκάριος
διπλοκεράμιον
διπλόος
διπλόρους
διπλοσήμαντος
διπλόω
διπλῳδέομαι
δίπλωμα
δίπλωσις
δίπνοος
διπόδης
διποδία
διποδιάζω
διποληΐς
Διπολίεια
δίπολις
διπολίτης
Διπολιώδης
δίπολος
View word page
δίπλωσις
a compounding of words

ShortDef

a compounding of words

Debugging

Headword:
δίπλωσις
Headword (normalized):
δίπλωσις
Headword (normalized/stripped):
διπλωσις
IDX:
23319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23320
Key:

Data

{'content': 'a compounding of words'}