Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διπλοίς
διπλοΐς
διπλοϊσότης
διπλοκάριος
διπλοκεράμιον
διπλόος
διπλόρους
διπλοσήμαντος
διπλόω
διπλῳδέομαι
δίπλωμα
δίπλωσις
δίπνοος
διπόδης
διποδία
διποδιάζω
διποληΐς
Διπολίεια
δίπολις
διπολίτης
Διπολιώδης
View word page
δίπλωμα
a doubled

ShortDef

a doubled

Debugging

Headword:
δίπλωμα
Headword (normalized):
δίπλωμα
Headword (normalized/stripped):
διπλωμα
IDX:
23318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23319
Key:

Data

{'content': 'a doubled'}