Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διπλόη
διπλόθριξ
διπλοίς
διπλοΐς
διπλοϊσότης
διπλοκάριος
διπλοκεράμιον
διπλόος
διπλόρους
διπλοσήμαντος
διπλόω
διπλῳδέομαι
δίπλωμα
δίπλωσις
δίπνοος
διπόδης
διποδία
διποδιάζω
διποληΐς
Διπολίεια
δίπολις
View word page
διπλόω
to double
ShortDef
to double
Debugging
Headword:
διπλόω
Headword (normalized):
διπλόω
Headword (normalized/stripped):
διπλοω
IDX:
23316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23317
Key:
Data
{'content': 'to double'}