Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διπλήθης
δίπλινθος
διπλοείματος
διπλόη
διπλόθριξ
διπλοίς
διπλοΐς
διπλοϊσότης
διπλοκάριος
διπλοκεράμιον
διπλόος
διπλόρους
διπλοσήμαντος
διπλόω
διπλῳδέομαι
δίπλωμα
δίπλωσις
δίπνοος
διπόδης
διποδία
διποδιάζω
View word page
διπλόος
twofold, double

ShortDef

twofold, double

Debugging

Headword:
διπλόος
Headword (normalized):
διπλόος
Headword (normalized/stripped):
διπλοος
IDX:
23313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23314
Key:

Data

{'content': 'twofold, double'}