Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίπλευρος
διπλῇ
διπλήθης
δίπλινθος
διπλοείματος
διπλόη
διπλόθριξ
διπλοίς
διπλοΐς
διπλοϊσότης
διπλοκάριος
διπλοκεράμιον
διπλόος
διπλόρους
διπλοσήμαντος
διπλόω
διπλῳδέομαι
δίπλωμα
δίπλωσις
δίπνοος
διπόδης
View word page
διπλοκάριος
duplicarius, receiving double pay
ShortDef
duplicarius, receiving double pay
Debugging
Headword:
διπλοκάριος
Headword (normalized):
διπλοκάριος
Headword (normalized/stripped):
διπλοκαριος
IDX:
23311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23312
Key:
Data
{'content': 'duplicarius, receiving double pay'}