Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἴσακος
αἰσάλων
Αἰσερνία
Αἴσηπος
αἰσθάνομαι
αἴσθημα
αἰσθησία
αἰσθησίη
αἴσθησις
αἰσθητήριον
αἰσθητής
αἰσθητικός
αἰσθητός
ἀΐσθω
ἀίσθω
αἰσιμία
Αἰσιμίδης
αἴσιμος
αἰσιμῶ
αἰσιομήτης
αἰσιόομαι
View word page
αἰσθητής
one who perceives
ShortDef
one who perceives
Debugging
Headword:
αἰσθητής
Headword (normalized):
αἰσθητής
Headword (normalized/stripped):
αισθητης
IDX:
2330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2331
Key:
Data
{'content': 'one who perceives'}