Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διπλασίων
διπλεθρία
δίπλεθρος
διπλεία
δίπλευρος
διπλῇ
διπλήθης
δίπλινθος
διπλοείματος
διπλόη
διπλόθριξ
διπλοίς
διπλοΐς
διπλοϊσότης
διπλοκάριος
διπλοκεράμιον
διπλόος
διπλόρους
διπλοσήμαντος
διπλόω
διπλῳδέομαι
View word page
διπλόθριξ
with geminate leaves

ShortDef

with geminate leaves

Debugging

Headword:
διπλόθριξ
Headword (normalized):
διπλόθριξ
Headword (normalized/stripped):
διπλοθριξ
IDX:
23307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23308
Key:

Data

{'content': 'with geminate leaves'}