Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διπλασιημιόλιος
διπλασιολογία
διπλασιόομαι
διπλασιόπλευρος
διπλάσιος
διπλασίων
διπλεθρία
δίπλεθρος
διπλεία
δίπλευρος
διπλῇ
διπλήθης
δίπλινθος
διπλοείματος
διπλόη
διπλόθριξ
διπλοίς
διπλοΐς
διπλοϊσότης
διπλοκάριος
διπλοκεράμιον
View word page
διπλῇ
twice, twice over
ShortDef
twice, twice over
Debugging
Headword:
διπλῇ
Headword (normalized):
διπλῇ
Headword (normalized/stripped):
διπλη
IDX:
23302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23303
Key:
Data
{'content': 'twice, twice over'}