Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διπλασιεπιτριτέταρτος
διπλασιεπίτριτος
διπλασιεφήμισυς
διπλασιημιόλιος
διπλασιολογία
διπλασιόομαι
διπλασιόπλευρος
διπλάσιος
διπλασίων
διπλεθρία
δίπλεθρος
διπλεία
δίπλευρος
διπλῇ
διπλήθης
δίπλινθος
διπλοείματος
διπλόη
διπλόθριξ
διπλοίς
διπλοΐς
View word page
δίπλεθρος
two

ShortDef

two

Debugging

Headword:
δίπλεθρος
Headword (normalized):
δίπλεθρος
Headword (normalized/stripped):
διπλεθρος
IDX:
23299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23300
Key:

Data

{'content': 'two'}