Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διπλασιεπίπεμπτος
διπλασιεπιτέταρτος
διπλασιεπιτετραμερής
διπλασιεπιτριμερής
διπλασιεπιτριτέταρτος
διπλασιεπίτριτος
διπλασιεφήμισυς
διπλασιημιόλιος
διπλασιολογία
διπλασιόομαι
διπλασιόπλευρος
διπλάσιος
διπλασίων
διπλεθρία
δίπλεθρος
διπλεία
δίπλευρος
διπλῇ
διπλήθης
δίπλινθος
διπλοείματος
View word page
διπλασιόπλευρος
with two sides twice as long as the other two

ShortDef

with two sides twice as long as the other two

Debugging

Headword:
διπλασιόπλευρος
Headword (normalized):
διπλασιόπλευρος
Headword (normalized/stripped):
διπλασιοπλευρος
IDX:
23295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23296
Key:

Data

{'content': 'with two sides twice as long as the other two'}