Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διπλασιεπίεκτος
διπλασιεπίπεμπτος
διπλασιεπιτέταρτος
διπλασιεπιτετραμερής
διπλασιεπιτριμερής
διπλασιεπιτριτέταρτος
διπλασιεπίτριτος
διπλασιεφήμισυς
διπλασιημιόλιος
διπλασιολογία
διπλασιόομαι
διπλασιόπλευρος
διπλάσιος
διπλασίων
διπλεθρία
δίπλεθρος
διπλεία
δίπλευρος
διπλῇ
διπλήθης
δίπλινθος
View word page
διπλασιόομαι
to become twofold

ShortDef

to become twofold

Debugging

Headword:
διπλασιόομαι
Headword (normalized):
διπλασιόομαι
Headword (normalized/stripped):
διπλασιοομαι
IDX:
23294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23295
Key:

Data

{'content': 'to become twofold'}