Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διπλασιασμός
διπλασιαστικός
διπλασιεπιδίμοιρος
διπλασιεπιδίτριτος
διπλασιεπίεκτος
διπλασιεπίπεμπτος
διπλασιεπιτέταρτος
διπλασιεπιτετραμερής
διπλασιεπιτριμερής
διπλασιεπιτριτέταρτος
διπλασιεπίτριτος
διπλασιεφήμισυς
διπλασιημιόλιος
διπλασιολογία
διπλασιόομαι
διπλασιόπλευρος
διπλάσιος
διπλασίων
διπλεθρία
δίπλεθρος
διπλεία
View word page
διπλασιεπίτριτος
two and one third times as great
ShortDef
two and one third times as great
Debugging
Headword:
διπλασιεπίτριτος
Headword (normalized):
διπλασιεπίτριτος
Headword (normalized/stripped):
διπλασιεπιτριτος
IDX:
23290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23291
Key:
Data
{'content': 'two and one third times as great'}