Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίοψις
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπελμος
διπενθημιμερής
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιασμός
διπλασιαστικός
διπλασιεπιδίμοιρος
διπλασιεπιδίτριτος
διπλασιεπίεκτος
διπλασιεπίπεμπτος
διπλασιεπιτέταρτος
διπλασιεπιτετραμερής
διπλασιεπιτριμερής
διπλασιεπιτριτέταρτος
View word page
διπλασιάζω
to double

ShortDef

to double

Debugging

Headword:
διπλασιάζω
Headword (normalized):
διπλασιάζω
Headword (normalized/stripped):
διπλασιαζω
IDX:
23279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23280
Key:

Data

{'content': 'to double'}