Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διοχλίζω
δίοψις
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπελμος
διπενθημιμερής
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιασμός
διπλασιαστικός
διπλασιεπιδίμοιρος
διπλασιεπιδίτριτος
διπλασιεπίεκτος
διπλασιεπίπεμπτος
διπλασιεπιτέταρτος
διπλασιεπιτετραμερής
διπλασιεπιτριμερής
View word page
δίπλαξ
(adj) double, in double folds; (noun) mantle
ShortDef
(adj) double, in double folds; (noun) mantle
Debugging
Headword:
δίπλαξ
Headword (normalized):
δίπλαξ
Headword (normalized/stripped):
διπλαξ
IDX:
23278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23279
Key:
Data
{'content': '(adj) double, in double folds; (noun) mantle'}