Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διόχλησις
διοχλίζω
δίοψις
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπελμος
διπενθημιμερής
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιασμός
διπλασιαστικός
διπλασιεπιδίμοιρος
διπλασιεπιδίτριτος
διπλασιεπίεκτος
διπλασιεπίπεμπτος
διπλασιεπιτέταρτος
διπλασιεπιτετραμερής
View word page
διπλάζω
to double
ShortDef
to double
Debugging
Headword:
διπλάζω
Headword (normalized):
διπλάζω
Headword (normalized/stripped):
διπλαζω
IDX:
23277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23278
Key:
Data
{'content': 'to double'}