Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διοχλέω
διόχλησις
διοχλίζω
δίοψις
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπελμος
διπενθημιμερής
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιασμός
διπλασιαστικός
διπλασιεπιδίμοιρος
διπλασιεπιδίτριτος
διπλασιεπίεκτος
διπλασιεπίπεμπτος
διπλασιεπιτέταρτος
View word page
διπλάδιος
double

ShortDef

double

Debugging

Headword:
διπλάδιος
Headword (normalized):
διπλάδιος
Headword (normalized/stripped):
διπλαδιος
IDX:
23276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23277
Key:

Data

{'content': 'double'}