Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διοχή
διοχλέω
διόχλησις
διοχλίζω
δίοψις
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπελμος
διπενθημιμερής
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιασμός
διπλασιαστικός
διπλασιεπιδίμοιρος
διπλασιεπιδίτριτος
διπλασιεπίεκτος
διπλασιεπίπεμπτος
View word page
δίπηχυς
two cubits long, broad

ShortDef

two cubits long, broad

Debugging

Headword:
δίπηχυς
Headword (normalized):
δίπηχυς
Headword (normalized/stripped):
διπηχυς
IDX:
23275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23276
Key:

Data

{'content': 'two cubits long, broad'}