Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διοχετεύω
διοχεύομαι
διοχή
διοχλέω
διόχλησις
διοχλίζω
δίοψις
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπελμος
διπενθημιμερής
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιασμός
διπλασιαστικός
διπλασιεπιδίμοιρος
διπλασιεπιδίτριτος
View word page
δίπελμος
with double soles
ShortDef
with double soles
Debugging
Headword:
δίπελμος
Headword (normalized):
δίπελμος
Headword (normalized/stripped):
διπελμος
IDX:
23273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23274
Key:
Data
{'content': 'with double soles'}