Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διοχετεία
διοχετεύω
διοχεύομαι
διοχή
διοχλέω
διόχλησις
διοχλίζω
δίοψις
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπελμος
διπενθημιμερής
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιασμός
διπλασιαστικός
διπλασιεπιδίμοιρος
View word page
δίπαλτος
brandished with both hands, two-handed
ShortDef
brandished with both hands, two-handed
Debugging
Headword:
δίπαλτος
Headword (normalized):
δίπαλτος
Headword (normalized/stripped):
διπαλτος
IDX:
23272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23273
Key:
Data
{'content': 'brandished with both hands, two-handed'}