Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διουρίζω
διοχετεία
διοχετεύω
διοχεύομαι
διοχή
διοχλέω
διόχλησις
διοχλίζω
δίοψις
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπελμος
διπενθημιμερής
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιασμός
διπλασιαστικός
View word page
διπάλαιστος
two palms broad

ShortDef

two palms broad

Debugging

Headword:
διπάλαιστος
Headword (normalized):
διπάλαιστος
Headword (normalized/stripped):
διπαλαιστος
IDX:
23271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23272
Key:

Data

{'content': 'two palms broad'}