Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διουρητικός
διουρίζω
διοχετεία
διοχετεύω
διοχεύομαι
διοχή
διοχλέω
διόχλησις
διοχλίζω
δίοψις
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπελμος
διπενθημιμερής
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασιασμός
View word page
δίπαις
with two children

ShortDef

with two children

Debugging

Headword:
δίπαις
Headword (normalized):
δίπαις
Headword (normalized/stripped):
διπαις
IDX:
23270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23271
Key:

Data

{'content': 'with two children'}