Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διουρέω
διουρητικός
διουρίζω
διοχετεία
διοχετεύω
διοχεύομαι
διοχή
διοχλέω
διόχλησις
διοχλίζω
δίοψις
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπελμος
διπενθημιμερής
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
View word page
δίοψις
a view through

ShortDef

a view through

Debugging

Headword:
δίοψις
Headword (normalized):
δίοψις
Headword (normalized/stripped):
διοψις
IDX:
23269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23270
Key:

Data

{'content': 'a view through'}