Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διουργέω
διουρέω
διουρητικός
διουρίζω
διοχετεία
διοχετεύω
διοχεύομαι
διοχή
διοχλέω
διόχλησις
διοχλίζω
δίοψις
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπελμος
διπενθημιμερής
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
View word page
διοχλίζω
move asunder, open

ShortDef

move asunder, open

Debugging

Headword:
διοχλίζω
Headword (normalized):
διοχλίζω
Headword (normalized/stripped):
διοχλιζω
IDX:
23268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23269
Key:

Data

{'content': 'move asunder, open'}