Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διούγκιον
διουργέω
διουρέω
διουρητικός
διουρίζω
διοχετεία
διοχετεύω
διοχεύομαι
διοχή
διοχλέω
διόχλησις
διοχλίζω
δίοψις
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπελμος
διπενθημιμερής
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
View word page
διόχλησις
annoyance

ShortDef

annoyance

Debugging

Headword:
διόχλησις
Headword (normalized):
διόχλησις
Headword (normalized/stripped):
διοχλησις
IDX:
23267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23268
Key:

Data

{'content': 'annoyance'}