Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Διοτρόφος
διούγκιον
διουργέω
διουρέω
διουρητικός
διουρίζω
διοχετεία
διοχετεύω
διοχεύομαι
διοχή
διοχλέω
διόχλησις
διοχλίζω
δίοψις
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπελμος
διπενθημιμερής
δίπηχυς
διπλάδιος
View word page
διοχλέω
to trouble

ShortDef

to trouble

Debugging

Headword:
διοχλέω
Headword (normalized):
διοχλέω
Headword (normalized/stripped):
διοχλεω
IDX:
23266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23267
Key:

Data

{'content': 'to trouble'}