Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Διοτρέφης
διοτρεφής
Διοτρόφος
διούγκιον
διουργέω
διουρέω
διουρητικός
διουρίζω
διοχετεία
διοχετεύω
διοχεύομαι
διοχή
διοχλέω
διόχλησις
διοχλίζω
δίοψις
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
δίπελμος
διπενθημιμερής
View word page
διοχεύομαι
to be impregnated

ShortDef

to be impregnated

Debugging

Headword:
διοχεύομαι
Headword (normalized):
διοχεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διοχευομαι
IDX:
23264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23265
Key:

Data

{'content': 'to be impregnated'}