Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Διοτίμα
Διότιμος
διότιπερ
Διοτρέφης
διοτρεφής
Διοτρόφος
διούγκιον
διουργέω
διουρέω
διουρητικός
διουρίζω
διοχετεία
διοχετεύω
διοχεύομαι
διοχή
διοχλέω
διόχλησις
διοχλίζω
δίοψις
δίπαις
διπάλαιστος
View word page
διουρίζω
percolate

ShortDef

percolate

Debugging

Headword:
διουρίζω
Headword (normalized):
διουρίζω
Headword (normalized/stripped):
διουριζω
IDX:
23261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23262
Key:

Data

{'content': 'percolate'}