Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διοσφραίνω
διότι
διοτιδήποτε
Διοτίμα
Διότιμος
διότιπερ
Διοτρέφης
διοτρεφής
Διοτρόφος
διούγκιον
διουργέω
διουρέω
διουρητικός
διουρίζω
διοχετεία
διοχετεύω
διοχεύομαι
διοχή
διοχλέω
διόχλησις
διοχλίζω
View word page
διουργέω
cultivate
ShortDef
cultivate
Debugging
Headword:
διουργέω
Headword (normalized):
διουργέω
Headword (normalized/stripped):
διουργεω
IDX:
23258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23259
Key:
Data
{'content': 'cultivate'}