Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Διόσδοτος
διοσημειακός
διοσημία
διοσκέω
Διοσκόρειον
Διόσκοροι
διοσκουριασταί
δίοσμος
διόσπυρον
διόστεος
διοσφραίνω
διότι
διοτιδήποτε
Διοτίμα
Διότιμος
διότιπερ
Διοτρέφης
διοτρεφής
Διοτρόφος
διούγκιον
διουργέω
View word page
διοσφραίνω
give a smell to, perfume

ShortDef

give a smell to, perfume

Debugging

Headword:
διοσφραίνω
Headword (normalized):
διοσφραίνω
Headword (normalized/stripped):
διοσφραινω
IDX:
23248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23249
Key:

Data

{'content': 'give a smell to, perfume'}