Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διόσδοτος
Διόσδοτος
διοσημειακός
διοσημία
διοσκέω
Διοσκόρειον
Διόσκοροι
διοσκουριασταί
δίοσμος
διόσπυρον
διόστεος
διοσφραίνω
διότι
διοτιδήποτε
Διοτίμα
Διότιμος
διότιπερ
Διοτρέφης
διοτρεφής
Διοτρόφος
διούγκιον
View word page
διόστεος
double-boned

ShortDef

double-boned

Debugging

Headword:
διόστεος
Headword (normalized):
διόστεος
Headword (normalized/stripped):
διοστεος
IDX:
23247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23248
Key:

Data

{'content': 'double-boned'}