Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δῖος
Δῖος
Δῖος2
διόσανθος
Διοσαταβυριασταί
διοσβάλανος
διόσδοτος
Διόσδοτος
διοσημειακός
διοσημία
διοσκέω
Διοσκόρειον
Διόσκοροι
διοσκουριασταί
δίοσμος
διόσπυρον
διόστεος
διοσφραίνω
διότι
διοτιδήποτε
Διοτίμα
View word page
διοσκέω
look earnestly at

ShortDef

look earnestly at

Debugging

Headword:
διοσκέω
Headword (normalized):
διοσκέω
Headword (normalized/stripped):
διοσκεω
IDX:
23241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23242
Key:

Data

{'content': 'look earnestly at'}