Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διορχέομαι
διόρωσις
δῖος
Δῖος
Δῖος2
διόσανθος
Διοσαταβυριασταί
διοσβάλανος
διόσδοτος
Διόσδοτος
διοσημειακός
διοσημία
διοσκέω
Διοσκόρειον
Διόσκοροι
διοσκουριασταί
δίοσμος
διόσπυρον
διόστεος
διοσφραίνω
διότι
View word page
διοσημειακός
portent-bearing

ShortDef

portent-bearing

Debugging

Headword:
διοσημειακός
Headword (normalized):
διοσημειακός
Headword (normalized/stripped):
διοσημειακος
IDX:
23239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23240
Key:

Data

{'content': 'portent-bearing'}