Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διόρνυμαι
διόρνυμι
δίορος
διορόω
διόρυγμα
διορυκτρὶς
διόρυξις
διορύσσω
διορυχή
διορχέομαι
διόρωσις
δῖος
Δῖος
Δῖος2
διόσανθος
Διοσαταβυριασταί
διοσβάλανος
διόσδοτος
Διόσδοτος
διοσημειακός
διοσημία
View word page
διόρωσις
becoming
ShortDef
becoming
Debugging
Headword:
διόρωσις
Headword (normalized):
διόρωσις
Headword (normalized/stripped):
διορωσις
IDX:
23230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23231
Key:
Data
{'content': 'becoming'}