Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διοριστικός
διορκίζω
διορκισμός
διορμάομαι
διόρνυμαι
διόρνυμι
δίορος
διορόω
διόρυγμα
διορυκτρὶς
διόρυξις
διορύσσω
διορυχή
διορχέομαι
διόρωσις
δῖος
Δῖος
Δῖος2
διόσανθος
Διοσαταβυριασταί
διοσβάλανος
View word page
διόρυξις
digging through

ShortDef

digging through

Debugging

Headword:
διόρυξις
Headword (normalized):
διόρυξις
Headword (normalized/stripped):
διορυξις
IDX:
23226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23227
Key:

Data

{'content': 'digging through'}