Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διορισμός
διοριστέον
διοριστικός
διορκίζω
διορκισμός
διορμάομαι
διόρνυμαι
διόρνυμι
δίορος
διορόω
διόρυγμα
διορυκτρὶς
διόρυξις
διορύσσω
διορυχή
διορχέομαι
διόρωσις
δῖος
Δῖος
Δῖος2
διόσανθος
View word page
διόρυγμα
a through-cut, canal

ShortDef

a through-cut, canal

Debugging

Headword:
διόρυγμα
Headword (normalized):
διόρυγμα
Headword (normalized/stripped):
διορυγμα
IDX:
23224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23225
Key:

Data

{'content': 'a through-cut, canal'}