Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διόρισμα
διορισμός
διοριστέον
διοριστικός
διορκίζω
διορκισμός
διορμάομαι
διόρνυμαι
διόρνυμι
δίορος
διορόω
διόρυγμα
διορυκτρὶς
διόρυξις
διορύσσω
διορυχή
διορχέομαι
διόρωσις
δῖος
Δῖος
Δῖος2
View word page
διορόω
turn into serum
ShortDef
turn into serum
Debugging
Headword:
διορόω
Headword (normalized):
διορόω
Headword (normalized/stripped):
διοροω
IDX:
23223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23224
Key:
Data
{'content': 'turn into serum'}