Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διόρισμα
διορισμός
διοριστέον
διοριστικός
διορκίζω
διορκισμός
διορμάομαι
διόρνυμαι
διόρνυμι
δίορος
διορόω
διόρυγμα
διορυκτρὶς
διόρυξις
διορύσσω
διορυχή
διορχέομαι
διόρωσις
View word page
διόρνυμαι
hurry through

ShortDef

hurry through

Debugging

Headword:
διόρνυμαι
Headword (normalized):
διόρνυμαι
Headword (normalized/stripped):
διορνυμαι
IDX:
23220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23221
Key:

Data

{'content': 'hurry through'}