Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διόρισμα
διορισμός
διοριστέον
διοριστικός
διορκίζω
διορκισμός
διορμάομαι
διόρνυμαι
διόρνυμι
δίορος
διορόω
διόρυγμα
διορυκτρὶς
διόρυξις
διορύσσω
διορυχή
διορχέομαι
View word page
διορμάομαι
to be impelled

ShortDef

to be impelled

Debugging

Headword:
διορμάομαι
Headword (normalized):
διορμάομαι
Headword (normalized/stripped):
διορμαομαι
IDX:
23219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23220
Key:

Data

{'content': 'to be impelled'}