Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διορθωτέον
διορθωτέος
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διόρισμα
διορισμός
διοριστέον
διοριστικός
διορκίζω
διορκισμός
διορμάομαι
διόρνυμαι
διόρνυμι
δίορος
διορόω
διόρυγμα
διορυκτρὶς
διόρυξις
διορύσσω
View word page
διορκίζω
adjure
ShortDef
adjure
Debugging
Headword:
διορκίζω
Headword (normalized):
διορκίζω
Headword (normalized/stripped):
διορκιζω
IDX:
23217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23218
Key:
Data
{'content': 'adjure'}