Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διόρθωσις
διορθωτέον
διορθωτέος
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διόρισμα
διορισμός
διοριστέον
διοριστικός
διορκίζω
διορκισμός
διορμάομαι
διόρνυμαι
διόρνυμι
δίορος
διορόω
διόρυγμα
διορυκτρὶς
διόρυξις
View word page
διοριστικός
capable of distinguishing

ShortDef

capable of distinguishing

Debugging

Headword:
διοριστικός
Headword (normalized):
διοριστικός
Headword (normalized/stripped):
διοριστικος
IDX:
23216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23217
Key:

Data

{'content': 'capable of distinguishing'}