Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέον
διορθωτέος
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διόρισμα
διορισμός
διοριστέον
διοριστικός
διορκίζω
διορκισμός
διορμάομαι
διόρνυμαι
διόρνυμι
δίορος
διορόω
View word page
διόρισμα
ordinance

ShortDef

ordinance

Debugging

Headword:
διόρισμα
Headword (normalized):
διόρισμα
Headword (normalized/stripped):
διορισμα
IDX:
23213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23214
Key:

Data

{'content': 'ordinance'}