Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέον
διορθωτέος
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διόρισμα
διορισμός
διοριστέον
διοριστικός
διορκίζω
διορκισμός
διορμάομαι
διόρνυμαι
διόρνυμι
View word page
διορίζω
to draw a boundary through, divide by limits, separate
ShortDef
to draw a boundary through, divide by limits, separate
Debugging
Headword:
διορίζω
Headword (normalized):
διορίζω
Headword (normalized/stripped):
διοριζω
IDX:
23211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23212
Key:
Data
{'content': 'to draw a boundary through, divide by limits, separate'}