Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέον
διορθωτέος
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διόρισμα
διορισμός
διοριστέον
διοριστικός
διορκίζω
διορκισμός
διορμάομαι
διόρνυμαι
View word page
διορθωτικός
corrective

ShortDef

corrective

Debugging

Headword:
διορθωτικός
Headword (normalized):
διορθωτικός
Headword (normalized/stripped):
διορθωτικος
IDX:
23210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23211
Key:

Data

{'content': 'corrective'}