Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέον
διορθωτέος
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διόρισμα
διορισμός
διοριστέον
διοριστικός
διορκίζω
διορκισμός
διορμάομαι
View word page
διορθωτής
a corrector, reformer

ShortDef

a corrector, reformer

Debugging

Headword:
διορθωτής
Headword (normalized):
διορθωτής
Headword (normalized/stripped):
διορθωτης
IDX:
23209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23210
Key:

Data

{'content': 'a corrector, reformer'}