Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διοργάνωσις
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέον
διορθωτέος
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διόρισμα
διορισμός
διοριστέον
διοριστικός
διορκίζω
διορκισμός
View word page
διορθωτέος
to be set
ShortDef
to be set
Debugging
Headword:
διορθωτέος
Headword (normalized):
διορθωτέος
Headword (normalized/stripped):
διορθωτεος
IDX:
23208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23209
Key:
Data
{'content': 'to be set'}